- ξόρκι
- sort
Ελληνικό-Γαλλικό λεξικό. 2015.
Ελληνικό-Γαλλικό λεξικό. 2015.
ξόρκι — το 1. επωδή 2. εξορκισμός. [ΕΤΥΜΟΛ. Υποχωρητ. σχηματισμός από το ρ. ξορκίζω (πρβλ. ξοδιάζω: ξόδι)] … Dictionary of Greek
ξόρκι — το προσευχή, μαγικό μέσο για την απαλλαγή από κακό ή αρρώστια, ξορκισμός … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
επωδή — η (AM ἐπωδή Α και ἐπαοιδή) μαγική ωδή, ξόρκι, μαγγανεία («τά λυτήρια όλων τών μαγγανειών καί τών επωδών», Παπαδ.) αρχ. 1. μαγεία για κάτι ή εναντίον κάποιου («τούτων ἐπωδάς οὐκ ἐποίησεν πατήρ», Αισχύλ.) 2. ευχάριστο τραγούδι 3. ἐπῳδὸς άσματος.… … Dictionary of Greek
αξεμάτιαστος — η, ο 1. αυτός που δεν τον ξεμάτιασαν, δεν τον γιάτρεψαν με ξόρκι από τη βασκανία 2. (για κουκιά) εκείνα που δεν τους αφαίρεσαν τα μάτια, το μαύρο μέρος της φλούδας … Dictionary of Greek
γητειά — και γητειά και γητιά και γηθειά και γηθιά, η και γήτεμα, το [γητεύω] 1. μαγική επωδή, ξόρκι 2. τα μάγια, τα αντικείμενα που χρησιμοποιούνται για τα ξόρκια 3. θέλγητρο, γοητεία … Dictionary of Greek
επίλογος — ο (AM ἐπίλογος) 1. το τελευταίο μέρος ρητορικού λόγου ή βιβλίου 2. συμπέρασμα νεοελλ. αποτέλεσμα πράξεων που προηγήθηκαν («επίλογος τής διαφωνίας ήταν ο φόνος») μσν. μαγική επωδή, ξόρκι αρχ. 1. το τέλος τού δράματος, έξοδος 2. επεξηγηματική… … Dictionary of Greek
επίλυση — η (AM ἐπίλυσις) [επιλύω] 1. η εύρεση τής λύσης που πρέπει («η επίλυση τών προβλημάτων») 2. εξήγηση, διασάφηση αρχ. μσν. απαλλαγή από κάτι («Ποσειδᾱν, ἐπίλυσιν φόβων, ἐπίλυσιν δίδου», Αισχ.) μσν. είδος αυτοκρατορικού εγγράφου αρχ. 1. απαλλαγή από… … Dictionary of Greek
επιλαλία — ἐπιλαλία, ἡ (Α) [επιλαλώ] μαγική επωδή, ξόρκι … Dictionary of Greek
θυμοκάτοχος — θυμοκάτοχος, ον (Α) πάπ. 1. αυτός που συγκρατεί τον θυμό·2. το ουδ. ως ουσ. τὸ θυμοκάτοχον μαγικό ξόρκι για τη συγκράτηση τού θυμού. [ΕΤΥΜΟΛ. < θυμο * + κάτ οχος (< κατ έχω)] … Dictionary of Greek
κάτοχος — ὁ, ἡ (ΑΜ κάτοχος, ον) [κατέχω] νεοελλ. αυτός που γνωρίζει κάτι καλά, γνώστης, έμπειρος («είναι κάτοχος τής γερμανικής γλώσσας») νεοελλ. μσν. αυτός που έχει κάτι στην εξουσία του, κύριος, ιδιοκτήτης (α. «είναι κάτοχος μεγάλης κτηματικής… … Dictionary of Greek
καταπρακτικός — καταπρακτικός, ή, όν (Α) 1. ικανός στο να εκτελέσει κάτι, αυτός που βάζει σε εφαρμογή κάτι 2. το ουδ. ως ουσ. πάπ. τὸ καταπρακτικόν επωδή, ξόρκι που λεγόταν για σίγουρη εκπλήρωση ενός πόθου. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + πρακτικός (< πρακτικός… … Dictionary of Greek